μηδέπω

μηδέπω
μηδέπω
nor as yet
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηδέπω — (Α) επιρρ.) (εντονότερο τού μήπω) όχι ακόμη («ἴσθι μηδέπω μεσοῡν κακόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»] …   Dictionary of Greek

  • TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …   Dictionary of Greek

  • συναισθάνομαι — ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α 1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.) 2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”